- χυλομικρό(ν)
- το, Ν(βιοχ.) καθένα από τα μικροσκοπικά λιποπρωτεϊνικά σωματίδια στο πλάσμα τού αίματος και σε άλλα σωματικά υγρά, τα οποία μεταφέρουν χοληστερίνη, τριακυλογλυκερόλες και άλλα λιποειδή από το έντερο στον λιπώδη ιστό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chylomicron (< χυλός + μικρό[ν], ουδ. τού μικρός)].
Dictionary of Greek. 2013.